Šķērskoks grieķu valodā
Tulkojums: šķērskoks, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
κιγκλίδωμα, τραβέρσας, οριζόντιο δοκάρι, οριζόντια δοκό, οριζόντιου δοκαριού, εγκάρσια ράβδο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: šķērskoks
šķērskoks valodas vārdnīca grieķu, šķērskoks grieķu valodā
Tulkojumi
- šķēps grieķu valodā - άξονας, λόγχη, δόρυ, καμάκι, ακόντιο, βέργα, το δόρυ, ...
- šķēres grieķu valodā - ψαλίδι, ψαλίδια, το ψαλίδι, ψαλιδιού, ψαλιδιών
- šķērslis grieķu valodā - δυσκολία, παρακώλυση, στένωση, δυσχέρεια, εμπόδιο, εμποδίου, εμπόδια, ...
- šķīdinātājs grieķu valodā - φερέγγυος, εχέγγυος, διαλύτη, διαλύτης, διαλύτου, διαλυτών, του διαλύτη
Nejauši vārdi
Šķērskoks grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: κιγκλίδωμα, τραβέρσας, οριζόντιο δοκάρι, οριζόντια δοκό, οριζόντιου δοκαριού, εγκάρσια ράβδο
Tulkojumi: κιγκλίδωμα, τραβέρσας, οριζόντιο δοκάρι, οριζόντια δοκό, οριζόντιου δοκαριού, εγκάρσια ράβδο