Šokēt grieķu valodā
Tulkojums: šokēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
προσβάλλω, κρούση, συγκλονίζω, κραδασμός, οργή, προσβολή, σοκ, προπηλακίζω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: šokēt
šokēt valodas vārdnīca grieķu, šokēt grieķu valodā
Tulkojumi
- šokolāde grieķu valodā - σοκολάτα, σοκολάτας, τη σοκολάτα, της σοκολάτας, η σοκολάτα
- šoks grieķu valodā - σοκ, νάρκη, αδράνεια, κραδασμός, εμβροντησία, κατάπληξη, κρούση, ...
- šoneris grieķu valodā - σκούνα, γαλέτα, γολέτα, schooner, σκούνας, γολέτας
- štats grieķu valodā - προσωπικό, κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κρατικών, κρατικές
Nejauši vārdi
Šokēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: προσβάλλω, κρούση, συγκλονίζω, κραδασμός, οργή, προσβολή, σοκ, προπηλακίζω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Tulkojumi: προσβάλλω, κρούση, συγκλονίζω, κραδασμός, οργή, προσβολή, σοκ, προπηλακίζω, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock