Apdraudēt grieķu valodā
Tulkojums: apdraudēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
απειλώ, να θέσει σε κίνδυνο, θέσουν σε κίνδυνο, θέτουν σε κίνδυνο, να θέσουν σε κίνδυνο, θέσει σε κίνδυνο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: apdraudēt
apdraudēt valodas vārdnīca grieķu, apdraudēt grieķu valodā
Tulkojumi
- apcerējums grieķu valodā - πραγματεία, διατριβή, έκθεση, δοκίμιο, δοκιμίου, δοκίμιό
- apciemot grieķu valodā - επισκέπτομαι, βλέπω, επίσκεψη, επίσκεψης, επίσκεψή, την επίσκεψή, την επίσκεψη
- apdrošināšana grieķu valodā - ασφάλεια, ασφάλιση, ασφάλισης, ασφαλιστικές, ασφαλιστική, ασφαλιστικών
- apdāvināts grieķu valodā - ικανός, προικισμένος, ταλαντούχος, προικισμένων, προικισμένα, προικισμένους
Nejauši vārdi
Apdraudēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: απειλώ, να θέσει σε κίνδυνο, θέσουν σε κίνδυνο, θέτουν σε κίνδυνο, να θέσουν σε κίνδυνο, θέσει σε κίνδυνο
Tulkojumi: απειλώ, να θέσει σε κίνδυνο, θέσουν σε κίνδυνο, θέτουν σε κίνδυνο, να θέσουν σε κίνδυνο, θέσει σε κίνδυνο