Apstrādāt grieķu valodā
Tulkojums: apstrādāt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διαδικασία, κέρασμα, επεξεργάζομαι, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κατεργάζομαι, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: apstrādāt
apstrādāt tīrumu, apstrādāt bildes online, apstrādāt vilnu, apstrādāt bildes, apstrādāt koku, apstrādāt valodas vārdnīca grieķu, apstrādāt grieķu valodā
Tulkojumi
- apspriešana grieķu valodā - συζήτηση, λέξη, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
- apstiprinājums grieķu valodā - έγκριση, παραδοχή, ευλογία, επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, ...
- apstāklis grieķu valodā - περίσταση, γεγονός, περίπτωση, ελαφρυντική, κατάσταση
- apstāties grieķu valodā - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Nejauši vārdi
Apstrādāt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διαδικασία, κέρασμα, επεξεργάζομαι, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κατεργάζομαι, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας
Tulkojumi: διαδικασία, κέρασμα, επεξεργάζομαι, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κερνώ, κατεργάζομαι, διεργασία, διαδικασίας, μέθοδος, διεργασίας