Aptvert grieķu valodā
Tulkojums: aptvert, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
σαρκασμός, πυξίδα, συλλαμβάνω, σφίγγω, σκάβω, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: aptvert
grūti aptvert, aptvert valodas vārdnīca grieķu, aptvert grieķu valodā
Tulkojumi
- aptuveni grieķu valodā - μερικός, μερικοί, λίγοι, πρόχειρα, περί, γύρω, για, ...
- aptuvens grieķu valodā - τραχύς, σκληρός, πρόχειρος, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
- apvaldīt grieķu valodā - διατάζω, εξουσιάζω, προστάζω, εντολή, έλεγχος, προσταγή, μέτριος, ...
- apvalks grieķu valodā - φάκελος, κέλυφος, κοχύλι, κελύφους, περίβλημα, shell
Nejauši vārdi
Aptvert grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: σαρκασμός, πυξίδα, συλλαμβάνω, σφίγγω, σκάβω, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Tulkojumi: σαρκασμός, πυξίδα, συλλαμβάνω, σφίγγω, σκάβω, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης