Banknote grieķu valodā
Tulkojums: banknote, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, λογαριασμός, σημείωση, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: banknote
banknote news, banknote 5 eiro, banknote synonyms, banknote checker, banknote collectors, banknote valodas vārdnīca grieķu, banknote grieķu valodā
Tulkojumi
- banka grieķu valodā - ανάχωμα, όχθη, τράπεζα, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό, τραπεζική
- bankets grieķu valodā - ευωχούμαι, πανδαισία, πανηγύρι, συμπόσιο, επίσημων, προετοιμασίας επίσημων δείπνων, δεξιώσεων, ...
- banāns grieķu valodā - μπανάνα, μπανάνας, της μπανάνας, μπανανών, μπανάνες
- barbarisks grieķu valodā - έπεσα, θηριώδης, απάνθρωπος, βάρβαρος, κόβω, σκληρός, κτηνώδης, ...
Nejauši vārdi
Banknote grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, λογαριασμός, σημείωση, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων
Tulkojumi: ράμφος, νομοσχέδιο, σημειώνω, λογαριασμός, σημείωση, τραπεζογραμμάτιο, χαρτονόμισμα, τραπεζογραμματίων, τραπεζογραμματίου, των τραπεζογραμματίων