Celt grieķu valodā

Tulkojums: celt, Vārdnīca: latviešu » grieķu

Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εξαναγκάζω, ανυψώνω, κάνω, αναστηλώνω, κατασκευάζω, σηκώνω, κορμοστασιά, μπόι, οικοδομώ, ανατρέφω, ασανσέρ, χτίζω, ανάστημα, υψώνω, φτιάχνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Celt grieķu valodā
Saistīti vārdi
Citas Valodas

Saistīti vārdi: celt

celt pašapziņu, celtx, celtic gods, celt names, celt language school, celt valodas vārdnīca grieķu, celt grieķu valodā

Tulkojumi

  • celmlauzis grieķu valodā - πρωτοπόρος, καινοτομώ, προπορεύομαι, Pioneer, της Pioneer, πρωτοπόρο, η Pioneer
  • celms grieķu valodā - κούτσουρο, κολόβωμα, κολοβώματος, πρέμνου, κορμό
  • celtne grieķu valodā - κτήριο, κατασκευή, δομή, ανέγερση, κτίριο, κτιρίου, κτηρίου, ...
  • celtnis grieķu valodā - ασανσέρ, υψώνω, γερανός, σηκώνω, γερανού, γερανό, γερανών, ...
Nejauši vārdi
Celt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εξαναγκάζω, ανυψώνω, κάνω, αναστηλώνω, κατασκευάζω, σηκώνω, κορμοστασιά, μπόι, οικοδομώ, ανατρέφω, ασανσέρ, χτίζω, ανάστημα, υψώνω, φτιάχνω, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει