Cietsirdīgs grieķu valodā
Tulkojums: cietsirdīgs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
έπεσα, θηριώδης, άγριος, φαύλος, κόβω, βάρβαρος, απάνθρωπος, σκληρός, αισχρός, κτηνώδης, άκαρδος, άκαρδη, άκαρδοι, άκαρδο, άκαρδους
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: cietsirdīgs
cietsirdīgs valodas vārdnīca grieķu, cietsirdīgs grieķu valodā
Tulkojumi
- ciete grieķu valodā - κολλαρίζω, άμυλο, αμύλου, το άμυλο, του αμύλου, σε άμυλο
- ciets grieķu valodā - εδραίος, εταιρία, συμπαγής, στερεός, σταθερός, στέρεο, στερεό, ...
- cietumnieks grieķu valodā - αιχμάλωτος, δέσμιος, φυλακισμένος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου
- cietums grieķu valodā - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
Nejauši vārdi
Cietsirdīgs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: έπεσα, θηριώδης, άγριος, φαύλος, κόβω, βάρβαρος, απάνθρωπος, σκληρός, αισχρός, κτηνώδης, άκαρδος, άκαρδη, άκαρδοι, άκαρδο, άκαρδους
Tulkojumi: έπεσα, θηριώδης, άγριος, φαύλος, κόβω, βάρβαρος, απάνθρωπος, σκληρός, αισχρός, κτηνώδης, άκαρδος, άκαρδη, άκαρδοι, άκαρδο, άκαρδους