Demonstrēt grieķu valodā
Tulkojums: demonstrēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
έκθεμα, εμφαίνω, παράσταση, αποδεικνύω, δείχνω, διαδηλώνω, εκθέτω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: demonstrēt
demonstrēt valodas vārdnīca grieķu, demonstrēt grieķu valodā
Tulkojumi
- demokrātisks grieķu valodā - δημοκρατικός, δημοκρατική, δημοκρατικών, δημοκρατικό, δημοκρατικής
- demokrātisms grieķu valodā - η δημοκρατική, το δημοκρατικό, η Λαϊκή, τη δημοκρατική, ο δημοκρατικός
- departaments grieķu valodā - τομή, τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, Τομέας
- derēt grieķu valodā - στοιχηματίζω, παριστάνω, στοίχημα, έργο, παίζω, στοιχήματος, στοίχημά, ...
Nejauši vārdi
Demonstrēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: έκθεμα, εμφαίνω, παράσταση, αποδεικνύω, δείχνω, διαδηλώνω, εκθέτω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Tulkojumi: έκθεμα, εμφαίνω, παράσταση, αποδεικνύω, δείχνω, διαδηλώνω, εκθέτω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει