Dižciltīgais grieķu valodā
Tulkojums: dižciltīgais, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
αβρός, των ευγενών, ευγενούς καταγωγής, από αριστοκρατικές οικογένειες, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: dižciltīgais
dižciltīgais venēcijā viduslaikos, dižciltīgais valodas vārdnīca grieķu, dižciltīgais grieķu valodā
Tulkojumi
- divīzija grieķu valodā - χωρίζω, διαίρεση, τομή, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, μερίδιο, ...
- dizainers grieķu valodā - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
- dobjš grieķu valodā - βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
- dobs grieķu valodā - κοίλος, υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, πυρήνα, με πυρήνα, στον πυρήνα, ...
Nejauši vārdi
Dižciltīgais grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: αβρός, των ευγενών, ευγενούς καταγωγής, από αριστοκρατικές οικογένειες, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια
Tulkojumi: αβρός, των ευγενών, ευγενούς καταγωγής, από αριστοκρατικές οικογένειες, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια