Divīzija grieķu valodā
Tulkojums: divīzija, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
χωρίζω, διαίρεση, τομή, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, μερίδιο, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: divīzija
strēlnieku divīzija, drukas divīzija, pleskavas divīzija, latgales divīzija, 15 divīzija, divīzija valodas vārdnīca grieķu, divīzija grieķu valodā
Tulkojumi
- divpadsmit grieķu valodā - δώδεκα, δωδεκάδα, των δώδεκα, τους δώδεκα
- divriči grieķu valodā - χειράμαξα, αραμπάς, κουβαλώ, καλάθι
- dizainers grieķu valodā - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
- dižciltīgais grieķu valodā - αβρός, των ευγενών, ευγενούς καταγωγής, από αριστοκρατικές οικογένειες, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια
Nejauši vārdi
Divīzija grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: χωρίζω, διαίρεση, τομή, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, μερίδιο, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό
Tulkojumi: χωρίζω, διαίρεση, τομή, διχασμός, μεραρχία, τμήμα, μερίδιο, κατανομή, διαίρεσης, καταμερισμό