Dobjš grieķu valodā
Tulkojums: dobjš, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: dobjš
dobjš klepus, dobjš troksnis, dobjš valodas vārdnīca grieķu, dobjš grieķu valodā
Tulkojumi
- dizainers grieķu valodā - σχεδιαστής, σχεδιαστή, σχεδιαστών, designer, επώνυμα
- dižciltīgais grieķu valodā - αβρός, των ευγενών, ευγενούς καταγωγής, από αριστοκρατικές οικογένειες, καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια
- dobs grieķu valodā - κοίλος, υπόκωφος, κούφιος, βαθουλωμένος, πυρήνα, με πυρήνα, στον πυρήνα, ...
- dobums grieķu valodā - κοιλότητα, κοιλότητας, κοιλότητος, κοιλότητα του, κοίλωμα
Nejauši vārdi
Dobjš grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια
Tulkojumi: βαθουλωμένος, κούφιος, κοίλος, υπόκωφος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, κούφια