Eksistēt grieķu valodā
Tulkojums: eksistēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διανύω, υπάρχω, είμαι, ζωντανός, μένω, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: eksistēt
eksistēt valodas vārdnīca grieķu, eksistēt grieķu valodā
Tulkojumi
- eksemplārs grieķu valodā - δείγμα, αντίγραφο, αντίτυπο, αντιγράφου, αντιγραφής, αντιγραφή
- eksistence grieķu valodā - όν, ύπαρξη, ύπαρξης, υπάρξεως, ύπαρξή, την ύπαρξη
- ekskursija grieķu valodā - εκδρομή, εκστρατεία, εκδρομής, εκδρομές, εκδρομών, εξόρμηση
- eksperimentēšana grieķu valodā - πειραματίζομαι, πείραμα, πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
Nejauši vārdi
Eksistēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διανύω, υπάρχω, είμαι, ζωντανός, μένω, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν
Tulkojumi: διανύω, υπάρχω, είμαι, ζωντανός, μένω, βρίσκομαι, υπάρχουν, υπάρχει, υφίστανται, υφίσταται, να υπάρχουν