Eksplodēt grieķu valodā
Tulkojums: eksplodēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εκρήγνυμαι, ξεσπώ, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Citas Valodas
Saistīti vārdi: eksplodēt
eksplodēt valodas vārdnīca grieķu, eksplodēt grieķu valodā
Tulkojumi
- eksperimentēšana grieķu valodā - πειραματίζομαι, πείραμα, πειραματισμός, πειραματισμό, πειραματισμού, πειραματισμούς, τον πειραματισμό
- eksperts grieķu valodā - ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
- eksplozija grieķu valodā - ξεσπώ, ξέσπασμα, έκρηξη, έκρηξης, εκρήξεις, από εκρήξεις, εκρήξεως
- ekspluatācija grieķu valodā - συντήρηση, επιχείρηση, παράσταση, φροντίζω, απόδοση, λειτουργία, εγχείρηση, ...
Nejauši vārdi
Eksplodēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εκρήγνυμαι, ξεσπώ, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Tulkojumi: εκρήγνυμαι, ξεσπώ, ξέσπασμα, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται