Funkcionēt grieķu valodā

Tulkojums: funkcionēt, Vārdnīca: latviešu » grieķu

Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
τρέχω, εγχειρίζω, εργάζομαι, λειτουργώ, εργασία, δουλεύω, λειτουργία, δουλειά, δεξίωση, πηγαίνω, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Funkcionēt grieķu valodā
Saistīti vārdi
Citas Valodas

Saistīti vārdi: funkcionēt

funkcionēt valodas vārdnīca grieķu, funkcionēt grieķu valodā

Tulkojumi

  • frizieris grieķu valodā - κουρέας, κομμωτής, κομμώτρια, κομμωτήριο, κομμωτή, Κομωτήριο
  • frizūra grieķu valodā - κόμμωση, χτένισμα, hairstyle, Κούρεμα, χτενίσματα
  • futbols grieķu valodā - ποδόσφαιρο, ποδοσφαίρου, το ποδόσφαιρο, ποδοσφαιρικών, ποδοσφαιρικό
  • fāze grieķu valodā - φάση, στάδιο, σκηνοθετώ, σκηνή, φάσης, φάσεως, φάσεων
Nejauši vārdi
Funkcionēt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: τρέχω, εγχειρίζω, εργάζομαι, λειτουργώ, εργασία, δουλεύω, λειτουργία, δουλειά, δεξίωση, πηγαίνω, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία