Glaimot grieķu valodā
Tulkojums: glaimot, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: glaimot
glaimot skaidrojums, glaimot nozīme, glaimot valodas vārdnīca grieķu, glaimot grieķu valodā
Tulkojumi
- ginekoloģija grieķu valodā - γυναικολογία, γυναικολογίας, της γυναικολογίας, Gynecology, τη γυναικολογία
- gladiators grieķu valodā - μονομάχος, μονομάχο, μονομάχο της κατηγορίας, το μονομάχο, μονομάχων
- glezna grieķu valodā - εικόνα, ζωγραφιά, σύμβολο, είδωλο, ζωγραφική, ζωγραφικής, τη ζωγραφική, ...
- gleznot grieķu valodā - βάφω, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ζωγραφίσει, ζωγραφίζει
Nejauši vārdi
Glaimot grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
Tulkojumi: κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο