Iedomīgs grieķu valodā
Tulkojums: iedomīgs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
υπεροπτικός, αλαζονικός, αλαζόνας, υπερόπτης, ματαιόδοξος, φαντασμένος, επηρμένος, υπερφίαλη
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: iedomīgs
nekļūsti iedomīgs, iedomīgs angliski, iedomīgs cilvēks ir, iedomīgs cilvēks, iedomīgs definīcija, iedomīgs valodas vārdnīca grieķu, iedomīgs grieķu valodā
Tulkojumi
- iedarbīgs grieķu valodā - αποτελεσματικός, δραστήριος, αποδοτικός, ενεργός, ακμαίος, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, ...
- iedomība grieķu valodā - ματαιοδοξία, φιλαυτία, ματαιότητα, αλαζονεία, έπαρση, κενοδοξία, ματαιοδοξίας, ...
- iedzimts grieķu valodā - γενετικός, κληρονομικός, κληρονομική, κληρονομικά, κληρονομικές, κληρονομικής
- iedzimtība grieķu valodā - κληρονομικότητα, κληρονομικότητας, η κληρονομικότητα, την κληρονομικότητα, της κληρονομικότητας
Nejauši vārdi
Iedomīgs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: υπεροπτικός, αλαζονικός, αλαζόνας, υπερόπτης, ματαιόδοξος, φαντασμένος, επηρμένος, υπερφίαλη
Tulkojumi: υπεροπτικός, αλαζονικός, αλαζόνας, υπερόπτης, ματαιόδοξος, φαντασμένος, επηρμένος, υπερφίαλη