Iedziļināties grieķu valodā
Tulkojums: iedziļināties, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διατρυπώ, διαπερνώ, μπω σε, πάει σε, υπεισέλθω σε, πάει στο, πάει στην
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: iedziļināties
iedziļināties valodas vārdnīca grieķu, iedziļināties grieķu valodā
Tulkojumi
- iedzimts grieķu valodā - γενετικός, κληρονομικός, κληρονομική, κληρονομικά, κληρονομικές, κληρονομικής
- iedzimtība grieķu valodā - κληρονομικότητα, κληρονομικότητας, η κληρονομικότητα, την κληρονομικότητα, της κληρονομικότητας
- iedzīvotājs grieķu valodā - κάτοχος, κάτοικος, μόνιμος, κατοικούν, διαμένουν, κάτοικο, κατοίκου
- ieeja grieķu valodā - καταχώρηση, είσοδος, λήμμα, είσοδο, εισόδου, είσοδο του, την είσοδο
Nejauši vārdi
Iedziļināties grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διατρυπώ, διαπερνώ, μπω σε, πάει σε, υπεισέλθω σε, πάει στο, πάει στην
Tulkojumi: διατρυπώ, διαπερνώ, μπω σε, πάει σε, υπεισέλθω σε, πάει στο, πάει στην