Iekļūt grieķu valodā
Tulkojums: iekļūt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διατρυπώ, διαπερνώ, έρθετε σε, να έρθετε σε, έρθει σε, έρθουν σε, πάρει στο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: iekļūt
iekļūt valodas vārdnīca grieķu, iekļūt grieķu valodā
Tulkojumi
- iekarot grieķu valodā - νικώ, ζουλώ, συνωστισμός, καβούκι, υπερνικώ, οβίδα, καταβάλλω, ...
- iekārta grieķu valodā - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- iekšas grieķu valodā - έντερο, μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
- iekšā grieķu valodā - μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
Nejauši vārdi
Iekļūt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διατρυπώ, διαπερνώ, έρθετε σε, να έρθετε σε, έρθει σε, έρθουν σε, πάρει στο
Tulkojumi: διατρυπώ, διαπερνώ, έρθετε σε, να έρθετε σε, έρθει σε, έρθουν σε, πάρει στο