Iemērkt grieķu valodā
Tulkojums: iemērkt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
λούζομαι, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: iemērkt
iemērkt valodas vārdnīca grieķu, iemērkt grieķu valodā
Tulkojumi
- iemesls grieķu valodā - προκαλώ, λόγος, αιτία, αιτιολογία, προξενώ, σκοπός, λόγο, ...
- iemiesojums grieķu valodā - είδωλο, σύμβολο, εικόνα, παρατσούκλι, ρητό, συνώνυμο, συνώνυμο της, ...
- ienaidnieks grieķu valodā - αντιπολίτευση, αντίθεση, εχθρός, αντίπαλος, εχθρό, εχθρού, του εχθρού, ...
- ienākt grieķu valodā - μπαίνω, εισέρχομαι, εισάγετε, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε, εισάγετε την
Nejauši vārdi
Iemērkt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: λούζομαι, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως
Tulkojumi: λούζομαι, μπάνιο, λουτρό, μπανιέρα, βουτιά, εμβάπτιση, εμβάπτισης, dip, εμβαπτίσεως