Ierīkot grieķu valodā
Tulkojums: ierīkot, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Citas Valodas
Saistīti vārdi: ierīkot
ierīkot ūdensvadu, ierīkot spici, ierīkot gāzes apkuri, ierīkot valodas vārdnīca grieķu, ierīkot grieķu valodā
Tulkojumi
- ierosme grieķu valodā - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
- ierīce grieķu valodā - συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συσκευής, διάταξη, της συσκευής, τη συσκευή
- ierīkošana grieķu valodā - εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
- iesals grieķu valodā - βύνη, βύνης, τη βύνη, malt, βύνης που
Nejauši vārdi
Ierīkot grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει
Tulkojumi: εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω, τοποθετώ, εγκαταστήσετε, εγκατάσταση, εγκαταστήστε, την εγκατάσταση, εγκαταστήσει