Ievērojams grieķu valodā
Tulkojums: ievērojams, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διάσημος, ξακουστός, αξιοσημείωτα, επιφανής, φημισμένος, γνωστός, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: ievērojams
ievērojams apdraudējums un tā kritēriji, ievērojams mantisks zaudējums, ievērojams latviešu strēlnieku pulkvedis, ievērojams latviešu mūziķis ( komponists), ievērojams sinonīms, ievērojams valodas vārdnīca grieķu, ievērojams grieķu valodā
Tulkojumi
- ieviešana grieķu valodā - είσοδος, εκτόξευση, λήμμα, εισαγωγή, καταχώρηση, καθέλκυση, η εισαγωγή, ...
- ievārījums grieķu valodā - συνωστισμός, μαρμελάδα, εμπλοκή, μαρμελάδας, εμπλοκής, μαρμελάδες
- ieziepēt grieķu valodā - σαπούνι, σαπουνάδα, αφρό, σαπουνάδας, αφρού, αφρισμό
- ikkurš grieķu valodā - κάθε, όλοι, όλους, παρουσιάζονται σε όλους, σε όλους, καθένας
Nejauši vārdi
Ievērojams grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διάσημος, ξακουστός, αξιοσημείωτα, επιφανής, φημισμένος, γνωστός, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά
Tulkojumi: διάσημος, ξακουστός, αξιοσημείωτα, επιφανής, φημισμένος, γνωστός, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σημαντική, σημαντικές, σημαντικό, σημαντικά