Ievainojums grieķu valodā
Tulkojums: ievainojums, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
τραύμα, λαβώνω, κάκωση, αλλοίωση, τραυματισμός, τραυματίζω, βλάβη, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: ievainojums
acs ievainojums, ievainojums valodas vārdnīca grieķu, ievainojums grieķu valodā
Tulkojumi
- ietvert grieķu valodā - αναχαιτίζω, ενσωματώνω, περιλαμβάνω, περιέχω, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνονται, περιλαμβάνει, ...
- ievadīšana grieķu valodā - εγκατάσταση, εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
- ievainot grieķu valodā - τραύμα, τραυματίζω, τραυματισμός, λαβώνω, βλάβη, πλήγμα, βλάψει, ...
- ieviešana grieķu valodā - είσοδος, εκτόξευση, λήμμα, εισαγωγή, καταχώρηση, καθέλκυση, η εισαγωγή, ...
Nejauši vārdi
Ievainojums grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: τραύμα, λαβώνω, κάκωση, αλλοίωση, τραυματισμός, τραυματίζω, βλάβη, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
Tulkojumi: τραύμα, λαβώνω, κάκωση, αλλοίωση, τραυματισμός, τραυματίζω, βλάβη, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας