Izdevība grieķu valodā
Tulkojums: izdevība, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: izdevība
izdevība valodas vārdnīca grieķu, izdevība grieķu valodā
Tulkojumi
- izcelšanās grieķu valodā - αρχή, οικογένεια, πηγή, ρίζα, προέλευση, γραμμή, παρατάσσω, ...
- izdevums grieķu valodā - έκδοση, θέμα, δημοσίευμα, δημοσίευση, τεύχος, δημοσιοποίηση, έκδοσης, ...
- izdevīgs grieķu valodā - πλεονεκτικός, ευεργετικός, ευεργετική, επωφελής, ευεργετικές, ευεργετικά
- izdevīgums grieķu valodā - πλεονέκτημα, προτέρημα, όφελος, οφέλους, παροχών, παροχή
Nejauši vārdi
Izdevība grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας
Tulkojumi: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, δυνατότητα, την ευκαιρία, ευκαιρία για, ευκαιρίας