Izlemt grieķu valodā
Tulkojums: izlemt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: izlemt
izlemt angliski, kā izlemt, izlemt valodas vārdnīca grieķu, izlemt grieķu valodā
Tulkojumi
- izkārnījumi grieķu valodā - έδρανο, σκαμπό, σκαμνί, κόπρανα, περιττώματα, κοπράνων, τα κόπρανα, ...
- izlase grieķu valodā - επιλογή, επιλογής, την επιλογή, ποικιλία, η επιλογή
- izliekt grieķu valodā - καμπυλώνω, καμπύλη, κυρτώνω, κακοποιός, απατεώνας, κύρτωμα, καμπυλότητα, ...
- izliekties grieķu valodā - κυρτώνω, καμπύλη, καμπυλώνω, απατεώνας, κακοποιός, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, ...
Nejauši vārdi
Izlemt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν
Tulkojumi: υπολογίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίζουν, αποφασίσουν