Izturēšanās grieķu valodā
Tulkojums: izturēšanās, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφορά, μεταχείριση, φέρσιμο, θεραπεία, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: izturēšanās
dzīvnieku izturēšanās, izturēšanās veidi, izturēšanās veids, izturēšanās tipi konfliktsituācijās, izturēšanās valodas vārdnīca grieķu, izturēšanās grieķu valodā
Tulkojumi
- iztrūkums grieķu valodā - έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
- izturēt grieķu valodā - αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
- iztēle grieķu valodā - όραση, όραμα, φαντασία, τη φαντασία, φαντασίας, η φαντασία, την φαντασία
- iztērēt grieķu valodā - ρανίδα, μειώνομαι, σταγόνα, ξοδεύω, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, ...
Nejauši vārdi
Izturēšanās grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφορά, μεταχείριση, φέρσιμο, θεραπεία, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς
Tulkojumi: διαγωγή, διεξάγω, συμπεριφορά, μεταχείριση, φέρσιμο, θεραπεία, συμπεριφοράς, τη συμπεριφορά, η συμπεριφορά, της συμπεριφοράς