Jauneklis grieķu valodā
Tulkojums: jauneklis, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
μικρός, κατσικάκι, νεαρός, πιτσιρίκος, ελάσσων, υπεξούσιος, ασήμαντος, παιδί, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: jauneklis
bagātais jauneklis, jauneklis karaļa dienestā, jauneklis pareizrakstība, jauneklis valodas vārdnīca grieķu, jauneklis grieķu valodā
Tulkojumi
- jaunatne grieķu valodā - μικρός, νεότητα, νεαρός, νέος, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, ...
- jaunava grieķu valodā - παρθένος, παρθένα, κόρη, παρθενικός, παρθενική, παρθενικό, την παρθενική
- jauniete grieķu valodā - δεσποινίς, αστοχώ, κορίτσι, χάνω, κοπέλα, κοριτσιού, το κορίτσι, ...
- jaunkundze grieķu valodā - κορίτσι, αστοχώ, χάνω, δεσποινίς, δεσποινίδα, Μεγάλη χαμένη ευκαιρία, Μις, ...
Nejauši vārdi
Jauneklis grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: μικρός, κατσικάκι, νεαρός, πιτσιρίκος, ελάσσων, υπεξούσιος, ασήμαντος, παιδί, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία
Tulkojumi: μικρός, κατσικάκι, νεαρός, πιτσιρίκος, ελάσσων, υπεξούσιος, ασήμαντος, παιδί, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, των νέων, τη νεολαία