Kompetence grieķu valodā
Tulkojums: kompetence, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ικανότητα, κύρος, δύναμη, εξουσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: kompetence
kompetence valodas vārdnīca grieķu, kompetence grieķu valodā
Tulkojumi
- kompass grieķu valodā - πυξίδα, πυξίδας, της πυξίδας, την πυξίδα, πυξίδων
- kompensācija grieķu valodā - αποζημίωση, αποζημίωσης, αντιστάθμιση, αντιστάθμισης, αποζημιώσεως
- kompetents grieķu valodā - ικανός, αρμόδιος, αρμόδιες, αρμόδια, αρμόδιων, αρμόδιο
- komplekss grieķu valodā - πολυσύνθετος, πολύπλοκος, σύνθετος, περίπλοκος, συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκες, ...
Nejauši vārdi
Kompetence grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ικανότητα, κύρος, δύναμη, εξουσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες
Tulkojumi: ικανότητα, κύρος, δύναμη, εξουσία, αρμοδιότητα, αρμοδιότητας, αρμοδιοτήτων, αρμοδιότητες