Laborants grieķu valodā
Tulkojums: laborants, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
βοηθός εργαστηρίου, παρασκευαστής, εργαστηριακός βοηθός, εργαστηριακός συνεργάτης, βοηθό εργαστηρίου
Citas Valodas
Saistīti vārdi: laborants
laborants macibas, laborants profesijas standarts, biomedicīnas laborants, laborants darbs, laborants alga, laborants valodas vārdnīca grieķu, laborants grieķu valodā
Tulkojumi
- labais grieķu valodā - αγαθός, καλός, δεξιά, δικαίωμα, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
- labirints grieķu valodā - λαβύρινθος, λαβύρινθο, λαβυρίνθου, λαβύρινθου, το λαβύρινθο
- laboratorija grieķu valodā - εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστηριακές, εργαστηριακών, εργαστηριακή
- labot grieķu valodā - δεξιός, διορθώνω, ανακτώ, ιατρός, σωστός, φτιάχνω, αναστηλώνω, ...
Nejauši vārdi
Laborants grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: βοηθός εργαστηρίου, παρασκευαστής, εργαστηριακός βοηθός, εργαστηριακός συνεργάτης, βοηθό εργαστηρίου
Tulkojumi: βοηθός εργαστηρίου, παρασκευαστής, εργαστηριακός βοηθός, εργαστηριακός συνεργάτης, βοηθό εργαστηρίου