Liekt grieķu valodā
Tulkojums: liekt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
γέρνω, καμπυλώνεται, κάμπτω, λυγίζω, στροφή, σκύβω, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: liekt
liekt valodas vārdnīca grieķu, liekt grieķu valodā
Tulkojumi
- liecinieks grieķu valodā - μαρτυρώ, μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
- liedags grieķu valodā - αμμουδιά, γιαλός, ακτή, παραλία, θάλασσα, ακτής, ακρογιαλιά
- liekties grieķu valodā - λυγίζω, γέρνω, καμπυλώνεται, σκύβω, στροφή, κάμπτω, κάμψη, ...
- liekulība grieķu valodā - υποκρισία, υποκρισίας, την υποκρισία, η υποκρισία
Nejauši vārdi
Liekt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: γέρνω, καμπυλώνεται, κάμπτω, λυγίζω, στροφή, σκύβω, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος
Tulkojumi: γέρνω, καμπυλώνεται, κάμπτω, λυγίζω, στροφή, σκύβω, κλίση, κλίσης, κεκλιμένου, κεκλιμένο, κεκλιμένος