Lietpratīgs grieķu valodā
Tulkojums: lietpratīgs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ικανός, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, επιδέξιος, εντριβής, μυημένος, έμπειρος
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: lietpratīgs
lietpratīgs valodas vārdnīca grieķu, lietpratīgs grieķu valodā
Tulkojumi
- lietošana grieķu valodā - χρήση, εργασία, άσκηση, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, ...
- lietpratējs grieķu valodā - εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνώμονας, καλά, ικανός, ικανοί, κατέχουν, ...
- lietus grieķu valodā - βροχόπτωση, βροχή, βροχής, τη βροχή, ψιλής βροχής, βροχές
- lietusgāze grieķu valodā - πλημμύρες, πλημμυρίζω, κατακλυσμός, κατακλύζω, καταιγίδα, θύελλα, καταιγίδας, ...
Nejauši vārdi
Lietpratīgs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ικανός, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, επιδέξιος, εντριβής, μυημένος, έμπειρος
Tulkojumi: ικανός, επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, καλός, εμπειρογνώμων, έντεχνος, αγαθός, ειδικός, προχωρημένος, επιδέξιος, εντριβής, μυημένος, έμπειρος