Muļķis grieķu valodā
Tulkojums: muļķis, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
χαζός, βλάκας, επιβραδύνω, καθυστερώ, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: muļķis
muļķis valodas vārdnīca grieķu, muļķis grieķu valodā
Tulkojumi
- mutācija grieķu valodā - μετάλλαξη, μεταλλαγή, μετάλλαξης, μεταλλάξεως, η μετάλλαξη
- muzejs grieķu valodā - μουσείο, Μουσείου, Museum, μουσείων, το μουσείο
- muļķība grieķu valodā - ανοησία, ανοησίας, βλακεία, της ανοησίας, την ανοησία
- muļķīgs grieķu valodā - κουτός, γελοίος, ανόητος, παράλογος, χαζός, περίγελος, ανόητο, ...
Nejauši vārdi
Muļķis grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: χαζός, βλάκας, επιβραδύνω, καθυστερώ, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Tulkojumi: χαζός, βλάκας, επιβραδύνω, καθυστερώ, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους