Neatļaut grieķu valodā
Tulkojums: neatļaut, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγορεύσετε, απαγορεύσει, απορρίπτει, αρνηθεί, απορρίψουν
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: neatļaut
neatļaut valodas vārdnīca grieķu, neatļaut grieķu valodā
Tulkojumi
- neatkarība grieķu valodā - ανεξαρτησία, ανεξαρτησίας, την ανεξαρτησία, της ανεξαρτησίας, η ανεξαρτησία
- neatliekams grieķu valodā - άμεσος, επείγων, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως
- nebeidzams grieķu valodā - δεν τελειώνει ποτέ, που δεν τελειώνει ποτέ, ατέρμονη, ατελείωτη, ατέλειωτη
- neciest grieķu valodā - σιχαίνομαι, μίσος, μισώ, μισούν, το μίσος, μίσους
Nejauši vārdi
Neatļaut grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγορεύσετε, απαγορεύσει, απορρίπτει, αρνηθεί, απορρίψουν
Tulkojumi: αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγορεύσετε, απαγορεύσει, απορρίπτει, αρνηθεί, απορρίψουν