Nosliece grieķu valodā
Tulkojums: nosliece, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
κλίση, προτέρημα, ταλέντο, πρόληψη, προκατάληψη, ικανότητα, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: nosliece
nosliece uz trauksmes celšanu, nosliece uz celiakiju, nosliece uz epilepsiju, nosliece uz depresiju, nosliece valodas vārdnīca grieķu, nosliece grieķu valodā
Tulkojumi
- noskaņojums grieķu valodā - έγκλιση, μετριάζω, διάθεση, οργή, σκληραίνω, χιούμορ, κέφι, ...
- noslepkavot grieķu valodā - μακριά, βαρώ, σουξέ, χτυπώ, σκοτώνω, φόνος, μετακομίζω, ...
- noslēpumains grieķu valodā - μυστηριώδης, αινιγματικός, μυστηριώδη, μυστηριώδες, μυστηριώδεις, μυστήρια
- noslēpums grieķu valodā - μυστικός, μυστικό, γρίφος, αίνιγμα, μυστήριο, απόρρητος, μυστηρίου, ...
Nejauši vārdi
Nosliece grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: κλίση, προτέρημα, ταλέντο, πρόληψη, προκατάληψη, ικανότητα, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί
Tulkojumi: κλίση, προτέρημα, ταλέντο, πρόληψη, προκατάληψη, ικανότητα, λυγισμένο, λυγισμένα, κάμπτεται, καμφθεί