Novadcaurule grieķu valodā
Tulkojums: novadcaurule, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: novadcaurule
būvgružu novadcaurule, novadcaurule valodas vārdnīca grieķu, novadcaurule grieķu valodā
Tulkojumi
- notikums grieķu valodā - συμβάν, άθλημα, γεγονός, περιστατικό, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει
- nots grieķu valodā - σημειώνω, ατμόσφαιρα, σημείωση, τόνος, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, ...
- novietot grieķu valodā - μέρος, θέση, πόζα, στρώνω, κοσμικός, τόπος, ξαπλώνω, ...
- novilcināšana grieķu valodā - αμπάρι, περίμενε, αναβολή, περιμένω, κρατώ, καθυστέρηση, καθυστέρησης, ...
Nejauši vārdi
Novadcaurule grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
Tulkojumi: στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε