Novietot grieķu valodā
Tulkojums: novietot, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
μέρος, θέση, πόζα, στρώνω, κοσμικός, τόπος, ξαπλώνω, καθορισμένος, τοποθεσία, ποζάρω, βάζω, τοποθετώ, τόπο, χώρα
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: novietot
novietot kuģi dokā, novietot valodas vārdnīca grieķu, novietot grieķu valodā
Tulkojumi
- nots grieķu valodā - σημειώνω, ατμόσφαιρα, σημείωση, τόνος, σημείωμα, υπό σημείωση, σημείωσε, ...
- novadcaurule grieķu valodā - στραγγίζω, οχετός, στραγγίξει, αποστράγγιση, στραγγίστε, στραγγίσει, στραγγίζετε
- novilcināšana grieķu valodā - αμπάρι, περίμενε, αναβολή, περιμένω, κρατώ, καθυστέρηση, καθυστέρησης, ...
- novēlojies grieķu valodā - αργός, αποθανών, αργά, όψιμος, βραδυκίνητος, βραδύς, καθυστερημένη, ...
Nejauši vārdi
Novietot grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: μέρος, θέση, πόζα, στρώνω, κοσμικός, τόπος, ξαπλώνω, καθορισμένος, τοποθεσία, ποζάρω, βάζω, τοποθετώ, τόπο, χώρα
Tulkojumi: μέρος, θέση, πόζα, στρώνω, κοσμικός, τόπος, ξαπλώνω, καθορισμένος, τοποθεσία, ποζάρω, βάζω, τοποθετώ, τόπο, χώρα