Pārtraukums grieķu valodā
Tulkojums: pārtraukums, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διακόπτω, αντεπίθεση, ανακωχή, σπάζω, ανακοπή, αναστολή, διάλειμμα, διακοπή, εναιώρημα, διάλλειμα, σηκός, εκεχειρία, ανάπαυλα, σταματώ, παύση, ανάρτηση, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: pārtraukums
tehnoloģiskais pārtraukums, pārtraukums attiecībās, pārtraukums darbā ar datoru, pārtraukums darbā, studiju pārtraukums, pārtraukums valodas vārdnīca grieķu, pārtraukums grieķu valodā
Tulkojumi
- pārsējs grieķu valodā - επίδεσμος, μπάλωμα, επίδεσμο, επιδέσμου, επιδέσμου που
- pārtraukt grieķu valodā - αντεπίθεση, διάλειμμα, σπάζω, διάλλειμα, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, ...
- pārvaldīt grieķu valodā - κανόνας, διέπω, βασιλεύω, κυβερνώ, ιθύνω, αποφασίζω, διαχειρίζονται, ...
- pārveidošana grieķu valodā - μετατροπή, μετασχηματισμός, μεταμόρφωση, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού
Nejauši vārdi
Pārtraukums grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διακόπτω, αντεπίθεση, ανακωχή, σπάζω, ανακοπή, αναστολή, διάλειμμα, διακοπή, εναιώρημα, διάλλειμα, σηκός, εκεχειρία, ανάπαυλα, σταματώ, παύση, ανάρτηση, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο
Tulkojumi: διακόπτω, αντεπίθεση, ανακωχή, σπάζω, ανακοπή, αναστολή, διάλειμμα, διακοπή, εναιώρημα, διάλλειμα, σηκός, εκεχειρία, ανάπαυλα, σταματώ, παύση, ανάρτηση, διάσπαση, θραύση, σπάσιμο