Paņēmiens grieķu valodā
Tulkojums: paņēmiens, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
διαμορφώνω, σχηματίζω, μόδα, πλάθω, στύλος, ύφος, τρόπος, μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: paņēmiens
paņēmiens pokera spēlē, ievietošanas paņēmiens, metodiskais paņēmiens, saskaitīšanas paņēmiens, aizliegtais paņēmiens, paņēmiens valodas vārdnīca grieķu, paņēmiens grieķu valodā
Tulkojumi
- pazīme grieķu valodā - ταμπέλα, σημαίνω, σήμα, βαθμός, σημειώνω, πίνακας, υπογράφω, ...
- paātrinājums grieķu valodā - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- pašnāvība grieķu valodā - αυτοκτονία, αυτοκτονίας, αυτοκτονιών, την αυτοκτονία, αυτοκτονίες
- pašreizējs grieķu valodā - παρών, παρουσιάζω, δώρο, παρόν, παρούσα, παρούσας, παρούσης
Nejauši vārdi
Paņēmiens grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: διαμορφώνω, σχηματίζω, μόδα, πλάθω, στύλος, ύφος, τρόπος, μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο
Tulkojumi: διαμορφώνω, σχηματίζω, μόδα, πλάθω, στύλος, ύφος, τρόπος, μέθοδος, μέθοδο, μεθόδου, μέθοδο που, τη μέθοδο