Pastiprināt grieķu valodā
Tulkojums: pastiprināt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
αυξάνω, βελτιώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, υψώνω, εντείνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: pastiprināt
pastiprināt valodas vārdnīca grieķu, pastiprināt grieķu valodā
Tulkojumi
- pasniedzējs grieķu valodā - καθηγητής, λέκτορας, διδάσκοντος, ομιλητής, Λέκτορα
- pastila grieķu valodā - κόλλα, παστίλια, παστίλιας, παστίλιες, παστίλλια, δισκίο
- pastkarte grieķu valodā - κάρτα, καρτ ποστάλ, ταχυδρομική κάρτα, ευχετήριων κάρτων
- pastmarka grieķu valodā - γραμματόσημο, χαρτόσημα, σφραγίδα, σφραγίδας, χαρτοσήμου, τη σφραγίδα
Nejauši vārdi
Pastiprināt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: αυξάνω, βελτιώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, υψώνω, εντείνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση
Tulkojumi: αυξάνω, βελτιώνω, σηκώνω, αναστηλώνω, ανατρέφω, υψώνω, εντείνω, ενισχύσει, να ενισχύσει, ενισχύσουν, ενισχυθεί, την ενίσχυση