Piekritējs grieķu valodā

Tulkojums: piekritējs, Vārdnīca: latviešu » grieķu

Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
συνήγορος, συνηγορώ, μαθητής, οπαδός, υποστηρικτής, συμβουλεύω, υπερασπιστής, σύμβουλος, καμαρίλα, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο
Piekritējs grieķu valodā
Saistīti vārdi
Citas Valodas

Saistīti vārdi: piekritējs

piekritējs valodas vārdnīca grieķu, piekritējs grieķu valodā

Tulkojumi

  • piekraste grieķu valodā - ακτή, ακτής, ακτές, ακτών, παράλια
  • piekrist grieķu valodā - δέχομαι, αποδέχομαι, αμπάρι, έχε, συμφωνία, αρμονία, αναγνωρίζω, ...
  • piekrišana grieķu valodā - συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
  • piekļūšana grieķu valodā - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
Nejauši vārdi
Piekritējs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: συνήγορος, συνηγορώ, μαθητής, οπαδός, υποστηρικτής, συμβουλεύω, υπερασπιστής, σύμβουλος, καμαρίλα, πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο