Piespriest grieķu valodā
Tulkojums: piespriest, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδίκη, πρόταση, παραγγελία, διαταγή, Διάταξη, Τάξης, Ταξινόμηση
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: piespriest
piespriest valodas vārdnīca grieķu, piespriest grieķu valodā
Tulkojumi
- piesardzīgs grieķu valodā - επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
- piespraude grieķu valodā - πόρπη, καρφίτσα, καρφίτσα καρφίτσα, καρφίτσα με, καρφίτσα για
- piestiprināt grieķu valodā - ασφαλής, ασφαλίζω, εδραιώνω, φτιάχνω, διασφαλίζω, τοποθετεί, επιθέτει, ...
- piesātināts grieķu valodā - βαθύς, κορεσμένο, κορεσμένου, κορεσμένα, κορεσμένη, κεκορεσμένο
Nejauši vārdi
Piespriest grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδίκη, πρόταση, παραγγελία, διαταγή, Διάταξη, Τάξης, Ταξινόμηση
Tulkojumi: ειμαρμένη, καταδικάζω, καταδίκη, πρόταση, παραγγελία, διαταγή, Διάταξη, Τάξης, Ταξινόμηση