Pievilkt grieķu valodā
Tulkojums: pievilkt, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
επισύρω, ζωγραφίζω, τραβώ, τράβηγμα, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: pievilkt
pievilkt elektrību, pievilkt aiz matiem, pievilkt naudu, pievilkt veiksmi, pievilkt valodas vārdnīca grieķu, pievilkt grieķu valodā
Tulkojumi
- pietura grieķu valodā - στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- pievilcīgs grieķu valodā - αβρός, φιλικός, αξιολάτρευτος, αξιαγάπητος, φιλόφρων, πρόσχαρος, προσηνής, ...
- pievilkšana grieķu valodā - θέαμα, έλξη, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση
- pievērst grieķu valodā - εδραιώνω, ασφαλής, φτιάχνω, ασφαλίζω, διασφαλίζω, σειρά, στροφή, ...
Nejauši vārdi
Pievilkt grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: επισύρω, ζωγραφίζω, τραβώ, τράβηγμα, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν
Tulkojumi: επισύρω, ζωγραφίζω, τραβώ, τράβηγμα, έλκω, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, την προσέλκυση, προσελκύσουν