Pornogrāfija grieķu valodā
Tulkojums: pornogrāfija, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
τσόντα, πορνογραφία, πορνογραφίας, την πορνογραφία, η πορνογραφία, της πορνογραφίας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: pornogrāfija
pornogrāfija valodas vārdnīca grieķu, pornogrāfija grieķu valodā
Tulkojumi
- porcelāns grieķu valodā - πορσελάνη, πορσελάνης, από πορσελάνη, πορσελάνες, πορσελάνινα
- porcija grieķu valodā - μερίδα, τμήμα, τμήματος, μέρος, μέρους
- portrets grieķu valodā - απεικόνιση, πορτρέτο, πορτραίτο, πορτρέτου, προσωπογραφία, το πορτρέτο
- postenis grieķu valodā - πρακτορείο, εξουσία, σταθμός, υπηρεσία, κύρος, ταχυδρομώ, δοκάρι, ...
Nejauši vārdi
Pornogrāfija grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: τσόντα, πορνογραφία, πορνογραφίας, την πορνογραφία, η πορνογραφία, της πορνογραφίας
Tulkojumi: τσόντα, πορνογραφία, πορνογραφίας, την πορνογραφία, η πορνογραφία, της πορνογραφίας