Prasmīgs grieķu valodā
Tulkojums: prasmīgs, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ειδικός, εμπειρογνώμονας, ικανός, προχωρημένος, επιτήδειος, επιδέξιος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: prasmīgs
prasmīgs valodas vārdnīca grieķu, prasmīgs grieķu valodā
Tulkojumi
- prakse grieķu valodā - άσκηση, πρακτική, πράξη, πρακτικής, πρακτικών, πρακτικές
- praktisks grieķu valodā - πρακτικός, πρακτική, πρακτικές, πρακτικό, πρακτικά
- prasība grieķu valodā - δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
- prasīt grieķu valodā - ζητώ, παράκληση, παρακαλώ, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, ...
Nejauši vārdi
Prasmīgs grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ειδικός, εμπειρογνώμονας, ικανός, προχωρημένος, επιτήδειος, επιδέξιος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Tulkojumi: ειδικός, εμπειρογνώμονας, ικανός, προχωρημένος, επιτήδειος, επιδέξιος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων