Sēdvieta grieķu valodā
Tulkojums: sēdvieta, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
τόπος, τοποθετώ, κάθισμα, μέρος, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: sēdvieta
sēdvieta valodas vārdnīca grieķu, sēdvieta grieķu valodā
Tulkojumi
- sārms grieķu valodā - αλκαλίων, αλκάλια, αλκαλικά, αλκαλικών, αλκαλίου
- sātans grieķu valodā - δαίμονας, διάβολος, τελώνιο, σατανάς, Σατανά, ο Σατανάς, του Σατανά, ...
- sēdēt grieķu valodā - κάθομαι, κάθονται, καθίσει, να καθίσει, καθίστε, καθίσετε
- sēkla grieķu valodā - σπόρος, σπέρνω, εμφυτεύω, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
Nejauši vārdi
Sēdvieta grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: τόπος, τοποθετώ, κάθισμα, μέρος, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας
Tulkojumi: τόπος, τοποθετώ, κάθισμα, μέρος, καθίζω, έδρα, καθίσματος, θέση, έδρας