Saķert grieķu valodā
Tulkojums: saķert, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
παίρνω, αποκτώ, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: saķert
saķert valodas vārdnīca grieķu, saķert grieķu valodā
Tulkojumi
- savāds grieķu valodā - ιδιότροπος, παράξενος, εκκεντρικός, περίεργος, παράξενη, παράξενο, περίεργο, ...
- saīsinājums grieķu valodā - συντομογραφία, σύντμηση, των ΗΠΑ συντομογραφία, ΗΠΑ συντομογραφία, συντόμευση
- saņemt grieķu valodā - παραλαμβάνω, έχε, λαμβάνω, έχω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, ...
- secība grieķu valodā - χειροτονία, προσταγή, παραγγελία, παραγγέλλω, διαδοχή, εντολή, αλληλουχία, ...
Nejauši vārdi
Saķert grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: παίρνω, αποκτώ, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα
Tulkojumi: παίρνω, αποκτώ, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, αλίευμα