Sabiezināšana grieķu valodā
Tulkojums: sabiezināšana, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
συγκέντρωση, στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: sabiezināšana
sabiezināšana valodas vārdnīca grieķu, sabiezināšana grieķu valodā
Tulkojumi
- saberzt grieķu valodā - συνωστισμός, κολοκύθι, στύβω, στριμώχνω, ζουλώ, πατικώνω, συνθλίβω, ...
- sabiedrība grieķu valodā - εταιρία, παρέα, θίασος, ομήγυρη, κοινωνία, εταιρεία, εταιρείας, ...
- sabojāt grieķu valodā - βλάπτω, βλάβη, ζημιά, ζημία, ζημιές, βλάβης
- sabotāža grieķu valodā - δολιοφθορά, σαμποτάρω, σαμποτάζ, δολιοφθοράς, δολιοφθορές, δολιοφθορών
Nejauši vārdi
Sabiezināšana grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: συγκέντρωση, στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
Tulkojumi: συγκέντρωση, στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του