Sacensība grieķu valodā
Tulkojums: sacensība, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
συναγωνισμός, αντιπαράθεση, διαγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
Citas Valodas
Saistīti vārdi: sacensība
bruņošanās sacensība, sociālistiskā sacensība, sacensība valodas vārdnīca grieķu, sacensība grieķu valodā
Tulkojumi
- sacelties grieķu valodā - ξεσήκωμα, εξέγερση, επανάσταση, επαναστάτης, αντάρτης, ανταρτών, των ανταρτών, ...
- sacelšanās grieķu valodā - επανάσταση, εξέγερση, εξέγερσης, εξέγερση του, ξεσηκωμό
- sacerējums grieķu valodā - εργάζομαι, δουλειά, δουλεύω, εργασία, έκθεση, δοκίμιο, δοκίμια, ...
- sacīkstes grieķu valodā - ταιριάζω, διαγωνισμός, αντιπαράθεση, συνταιριάζω, αγώνας, σπίρτο, συναγωνισμός, ...
Nejauši vārdi
Sacensība grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: συναγωνισμός, αντιπαράθεση, διαγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
Tulkojumi: συναγωνισμός, αντιπαράθεση, διαγωνισμός, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό