Sapulcēties grieķu valodā
Tulkojums: sapulcēties, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
βλέπω, συναντώ, συνάντηση, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Citas Valodas
Saistīti vārdi: sapulcēties
sapulcēties valodas vārdnīca grieķu, sapulcēties grieķu valodā
Tulkojumi
- sapostīt grieķu valodā - βλάπτω, ζημιά, βλάβη, καταστραφεί, καταστρέφονται, καταστράφηκαν, καταστρέφεται, ...
- saprast grieķu valodā - νύξη, κατανοώ, σαρκασμός, πυξίδα, κέντρισμα, καταλαβαίνω, σφίγγω, ...
- sapuvis grieķu valodā - σαθρός, σαπρός, χάλια, σαπισμένος, σάπιος, σάπιο, σάπια, ...
- sapņot grieķu valodā - όνειρο, ονειρεύομαι, ονειρεύονται, το όνειρο, ονειρευόμαστε, ονειρευτείτε
Nejauši vārdi
Sapulcēties grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: βλέπω, συναντώ, συνάντηση, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
Tulkojumi: βλέπω, συναντώ, συνάντηση, συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν