Saredzams grieķu valodā
Tulkojums: saredzams, Vārdnīca: latviešu » grieķu
Avota valoda:
latviešu
Mērķa valoda:
grieķu
Tulkojumi:
ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, εξαιρετικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
Saistīti vārdi
Citas Valodas
Saistīti vārdi: saredzams
saredzams valodas vārdnīca grieķu, saredzams grieķu valodā
Tulkojumi
- sardze grieķu valodā - προοπτική, ανιχνεύω, σκοπός, ρολόι, φρουρός, βλέπω, τσιλιαδόρος, ...
- sardīne grieķu valodā - σαρδέλα, σαρδέλλα, σαρδέλας, της σαρδέλας, σαρδέλλας
- sarežģīts grieķu valodā - περίπλοκος, πολύπλοκος, πολυσύνθετος, σύνθετος, συγκρότημα, σύμπλεγμα, πολύπλοκες, ...
- sargs grieķu valodā - ρολόι, παρακολουθώ, βλέπω, πρόσκοπος, ανιχνεύω, φρουρός, κηδεμόνας, ...
Nejauši vārdi
Saredzams grieķu valodā - Vārdnīca: latviešu » grieķu
Tulkojumi: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, εξαιρετικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές
Tulkojumi: ευδιάκριτος, διακεκριμένος, διαπρεπής, εξαιρετικός, ορατός, ορατή, ορατό, ορατά, ορατές